-
1 инструмент
1. (единичное орудие труда) το εργαλείο, το όργανο, алмазный - αδα-μαντοφόρο -безопасный - (не дающий искру при ударе немагнитный некорродирующий) ασφαλές -давящий маш. - συμπίεσης- πίεσηςконтрольный - ελέγχου, кузнечный - σιδηρουργικό -, мерительный - μέτρησηςпневматический - μέσω του πεπιεσμένουαέρα, прецизионный - ακριβείας, τέλειο -резьбонарезной - κοπής/κατασκευής σπειρώματοςсъёмочный (геод.) - λήψηςэлектрифицированный - ηλεκτροκίνητο - 2 мед. το εργαλείο3. муз. το όργαν/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инструмент
-
2 станок
1. (машина для обработки) η εργαλειομηχανή, η μηχανήбуровой - το (αυτοκινούμενο/μεταφερόμενο) μηχάνημα γεώτρησηςвинторезный - το μηχάνημα ελικοτόμησης, ο τόρνος σπειρωμάτωνдолбёжный - (по металлу) - της διάνοιξης επιμηκών οπών, ο σφηνοκόπτηςзуборезный - ο γραναζοκόφτης, η μηχανή κατασκευής οδοντώσεωνклепальный - το μηχάνημα των ηλώσεων/καρφώσεωνкромкострогальный - η μηχανική πλάνη των άκρων/ακμώνпродольно-строгальный - см. строгальный -расточный - το διατρητικό μηχάνημα, το μηχανικό τρυπάνιревольверный - см. токарный револьверный -ткацкий - ο αργαλειός, η υφαντική μηχανή- токарный фасонно-отрезной автомат ο αυτόματος τόρνος ελβετικού τύπου (για μικρά αντικείμενα ακριβείας)трубонарезной - для нарезания внутренней резьбы το κολαούζο (ξεν.)фрезерный - η φρέζα, η εγκλυφική μηχανήшероховальный - (рез.) η μηχανή στίλβωσης των μετάλλων2. (опора, основание) το υποστήριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станок